ἀρτοποιητικός

ἀρτοποιητικός
ἀρτο-ποιητικός, zum Backen gehörig

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αρτοποιητικός — ἀρτοποιητικός, ή, όν (AM) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αρτοποιία 2. ως ουσ. αρτοποιητική η αρτοποιία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”